- κατευδοκιμήσας
- κατευδοκιμήσᾱς , κατευδοκιμέωsurpass in reputationaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατευδοκιμώ — κατευδοκιμῶ, έω (Α) (επιτ. τ. τού ευδοκιμώ) ευδοκιμώ πολύ, ξεπερνώ κάποιον σε ευδοκίμηση, σε καλή υπόληψη και δόξα («κατευδοκιμήσας Φαβίου», Διόδ.) … Dictionary of Greek